- πυρίχαλκον
- πυρίχαλκονcupping-instrumentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρίχαλκον — τὸ, Α 1. είδος χάλκινου εργαλείου για κοπή 2. χάλκινο κύπελλο κατάλληλο για αφαίμαξη, είδος χάλκινης βεντούζας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + χαλκον (< χαλκός)] … Dictionary of Greek